ποδοσκέπασμα

ποδοσκέπασμα
το -ατος, σκέπασμα των ποδιών, κουβέρτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποδοσκέπασμα — το, Ν μικρό κομμάτι από ζεστό ύφασμα για να σκεπάζονται τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + σκέπασμα, (απόδοση τού γαλλ. couvre pied(s)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”